ασύνακτος

ασύνακτος
ος , ον см. ασύναχτος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ασύνακτος" в других словарях:

  • ἀσύνακτος — incompatible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασύνακτος — και ασύναχτος, η, ο (AM ἀσύνακτος, ον) [συνάγω] νεοελλ. 1. (για ομάδες) ο μη συναθροισμένος ή συγκεντρωμένος 2. (για γεννήματα) ασυγκόμιστος, αμάζωχτος 3. (για χρήματα) εκείνος που δεν έχει εισπραχθεί αρχ. μσν. (για τιμωρημένους κληρικούς)… …   Dictionary of Greek

  • ἀσύνακτον — ἀσύνακτος incompatible masc/fem acc sg ἀσύνακτος incompatible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνάκτους — ἀσύνακτος incompatible masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνάκτων — ἀσύνακτος incompatible masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσύνακτα — ἀσύνακτος incompatible neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσύνακτοι — ἀσύνακτος incompatible masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασύναχτος — η, ο ασύνακτος* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»