ασύνακτος
Смотреть что такое "ασύνακτος" в других словарях:
ἀσύνακτος — incompatible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασύνακτος — και ασύναχτος, η, ο (AM ἀσύνακτος, ον) [συνάγω] νεοελλ. 1. (για ομάδες) ο μη συναθροισμένος ή συγκεντρωμένος 2. (για γεννήματα) ασυγκόμιστος, αμάζωχτος 3. (για χρήματα) εκείνος που δεν έχει εισπραχθεί αρχ. μσν. (για τιμωρημένους κληρικούς)… … Dictionary of Greek
ἀσύνακτον — ἀσύνακτος incompatible masc/fem acc sg ἀσύνακτος incompatible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνάκτους — ἀσύνακτος incompatible masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνάκτων — ἀσύνακτος incompatible masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύνακτα — ἀσύνακτος incompatible neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύνακτοι — ἀσύνακτος incompatible masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασύναχτος — η, ο ασύνακτος* … Dictionary of Greek